οἰστῶς — οἰστός that can be borne adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οιστός — οἰστός, ή, όν (Α) [οίσω] αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να υπομένει, να υποφέρει, ανεκτός, υποφερτός. επίρρ... οἰστῶς (Α) ανεκτά … Dictionary of Greek